- Στερεοελλαδίτης
- οθηλ. -ισσα κάτοικος της Στερεάς Ελλάδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Στερεοελλαδίτης — ο, θηλ. Στερεοελλαδίτισσα, Ν 1. ο κάτοικος τής Στερεάς Ελλάδα 2. αυτός που κατάγεται από την Στερεά Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στερεά Ελλάδα + επίθημα ίτης (πρβλ. Κυκλαδ ίτης). Η λ., στον τ. Στερεοελλαδῖται, μαρτυρείται από το 1825 σε Έγγραφον τής… … Dictionary of Greek
Αγόντας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Στερεοελλαδίτης αγωνιστής του 1821 από την Αρτοτίνα. Διακρίθηκε στη μάχη του Διστόμου, υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη. Σκοτώθηκε το 1827 στη μάχη της Αθήνας. 2. Μιχαήλ. Στερεοελλαδίτης αγωνιστής από την… … Dictionary of Greek
στερεοελλαδίτικος — η, ο, Ν [Στερεοελλαδίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στερεά Ελλάδα ή στους Στερεοελλαδίτες 2. αυτός που προέρχεται από τη Στερεά Ελλάδα … Dictionary of Greek